favorecer - ορισμός. Τι είναι το favorecer
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

Τι (ποιος) είναι favorecer - ορισμός


favorecer      
verbo trans.
1) Ayudar, amparar, socorrer a uno.
2) Apoyar un intento, empresa u opinión.
3) Dar o hacer un favor.
4) Mejorar el aspecto o apariencia de alguien o de algo.
favorecer      
favorecer (de "favor")
1 tr. *Ayudar, *beneficiar o *servir: "Le ha favorecido mucho en sus apuros. El ser hombre le ha favorecido". *Favor.
2 Hacer parecer más guapa a una persona cierto arreglo, vestido, peinado, color, etc.: "Te favorece el pelo largo. No le favorece el bigote". Agraciar, estar bien, sentar bien. *Embellecer.
. Conjug. como "agradecer".
favorecer      
Παραδείγματα από το σώμα κειμένου για favorecer
1. También hay que ayudar a favorecer redes sociales.
2. Eso puede favorecer los contraataques de los rivales de Nadal.
3. Sí hay reservas para favorecer la pesca sostenible.
4. No, sólo puede seguir propiciando el diálogo y favorecer los mecanismos para un acuerdo.
5. Daba la sensación de que, perjudicando la candidatura de Madrid, quería favorecer la de París...
Τι είναι favorecer - ορισμός